serrure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
serrure serrures

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

serrure (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]