set apart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | set apart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets apart |
αόριστος | set apart |
παθητική μετοχή | set apart |
ενεργητική μετοχή | setting apart |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
set apart (en)
- διακρίνω, ξεχωρίζω, χαρακτηρίζω, διαφοροποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι διαφορετικό ή καλύτερο από άλλους
- ↪ He set himself apart as a poet.
- Διακρίθηκε σαν ποιητής.
- ↪ He sets his work apart with attention to detail.
- Η δουλειά του ξεχωρίζει/χαρακτηρίζει από την προσοχή στην λεπτομέρεια.
- ↪ the way of speaking which sets apart the Cretans - ο τρόπος ομιλίας που χαρακτηρίζει τους Κρήτες
- ↪ What sets his proposal apart from all the others is the special respect that he shows to the environment.
- Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον.
- ≈ συνώνυμα: distinguish
- ↪ He set himself apart as a poet.
Πηγές[επεξεργασία]
- set apart - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίνω, ξεχωρίζω