singer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
singer | singers |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
singer (en)
- (επάγγελμα) ο τραγουδιστής, η τραγουδίστρια
- ↪ My sister is an opera singer.
- Η αδελφή μου είναι τραγουδίστρια της όπερας.
- ↪ My sister is an opera singer.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
singer (fr)