snotty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός snotty
συγκριτικός snottier
υπερθετικός snottiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
snotty < snot + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]
  1. μυξιάρης
  2. (λαϊκότροπο) σνομπ, ψηλομύτης, υπερόπτης, ψωνισμένος, ψωνάρα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrogant