sofa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sofa | sofas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sofa (en)
- ο σοφάς
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sofa | sofas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sofa (fr) αρσενικό
- ο σοφάς
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sofa | sofy |
γενική | sofy | sof |
δοτική | sofie | sofom |
αιτιατική | sofę | sofy |
οργανική | sofą | sofami |
τοπική | sofie | sofach |
κλητική | sofo | sofy |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sofa (pl) θηλυκό
- ο καναπές