solder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

A spool of solder(1)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
solder solders

solder (en)

  1. το καλάι (υλικό συγκόλλησης), η κόλλα μετάλλων
  2. η κόλληση

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας solder
γ΄ ενικό ενεστώτα solders
αόριστος soldered
παθητική μετοχή soldered
ενεργητική μετοχή soldering

solder (en)


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/

Ρήμα[επεξεργασία]

solder (fr)

  1. εξοφλώ
  2. πουλώ με έκπτωση

Συγγενικά[επεξεργασία]