soleo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

soleo (io)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
soleo < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈso.le.oː/

soleo (la)