soluzione

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
soluzione soluzioni

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

soluzione (it) θηλυκό

  1. η λύση
  2. το διάλυμα