sommet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sommet sommets

sommet (fr) θηλυκό

  1. (γεωγραφία) η κορυφή, η βουνοκορφή, η κορφή
  2. η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα