spagnolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | spagnolo | spagnoli |
θηλυκό | spagnola | spagnole |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- spagnolo < Spagna
Επίθετο[επεξεργασία]
spagnolo (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spagnolo (it)
- (εθνικό όνομα) ο Ισπανός
- (γλώσσα) τα ισπανικά