spice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spaɪs/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spice spices

spice (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

spice (en)

  1. καρυκεύω
     συνώνυμα: season
  2. (μεταφορικά) νοστιμεύω

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]