spine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
spine spines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spine (en)

  1. (ανατομία) η σπονδυλική στήλη
  2. (νευρολογία) η δενδράκανθα
    dendritic spine (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]