spleen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

spleen (en)

  1. η σπλήνα
  2. κακή διάθεση, κακοκεφιά
  3. μελαγχολία
  4. μοχθηρία
  5. καπρίτσιο
  6. υποχονδρία
  7. πλήξη

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

spleen < αγγλική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spleen spleens

spleen (fr) αρσενικό

  1. η μελαγχολία, η κατάθλιψη

Συγγενικά[επεξεργασία]