spring from
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | spring from |
γ΄ ενικό ενεστώτα | springs from |
αόριστος | sprang from, sprung from |
παθητική μετοχή | sprung from |
ενεργητική μετοχή | springing from |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]spring from (en)
- (επίσημο) προέρχομαι από κάτι
- ↪ The plan sprung from his brother.
- Το σχέδιο προήλθε από τον αδερφό του.
- ↪ The plan sprung from his brother.
- (ανεπίσημο) ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά και απρόσμενα
- ↪ Where have you sprung from?
- Από πού ξεφύτρωσες εσύ;
- ↪ Where have you sprung from?