spring from

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας spring from
γ΄ ενικό ενεστώτα springs from
αόριστος sprang from, sprung from
παθητική μετοχή sprung from
ενεργητική μετοχή springing from

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spring from < → δείτε τις λέξεις spring και from

spring from (en)

  1. (επίσημο) προέρχομαι από κάτι
    The plan sprung from his brother.
    Το σχέδιο προήλθε από τον αδερφό του.
  2. (ανεπίσημο) ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά και απρόσμενα
    Where have you sprung from?
    Από πού ξεφύτρωσες εσύ;