sprout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας sprout
γ΄ ενικό ενεστώτα sprouts
αόριστος sprouted
παθητική μετοχή sprouted
ενεργητική μετοχή sprouting

sprout (en)

  • (αμετάβατο, για φυτά) βγάζω, πετάω
    The roots/stem/flowers sprouted.
    Πέταξε ρίζες/βλαστό/άνθη.
    The wheat is starting to sprout.
    Το στάρι άρχισε να πετάγεται.