stand up to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stand up to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands up to |
αόριστος | stood up to |
παθητική μετοχή | stood up to |
ενεργητική μετοχή | standing up to |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stand up to (en)
- σηκώνω κεφάλι σε κάποιον, αντιστέκομαι σε κάποιον και δεν δέχομαι κακή συμπεριφορά από κάποιον χωρίς παράπονο
- ↪ It takes courage to stand up to him.
- Χρειάζεται θάρρος για να του σηκώσεις κεφάλι.
- ↪ He doesn’t dare stand up to his wife.
- Δεν τολμάει ν' αντισταθεί στη γυναίκα του.
- ↪ It takes courage to stand up to him.