stolica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stolica < (παλαιά πολωνική γλώσσα) stolec (θρόνος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stolica (pl)
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stolica (sr)
- λατινική γραφή του столица