stopper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stopper (en)
- το επιστόμιο ενός μπουκάλι ή άλλου δοχείου
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stopper < (άμεσο δάνειο) αγγλική to stop
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stopper (fr)
- (μεταβατικό)
- κάνω κάτι να σταματήσει, φράζω
- (πιο συνηθισμένο, μεταφορικά σταματώ κάτι, θέτω ένα τέρμα σε κάτι
- (αμετάβατο)