structure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
structure structures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

structure (en)

  1. δομή
  2. κατασκεύασμα, οικοδόμημα
  3. (πληροφορική) η δομή (ομαδοποίηση) δεδομένων (βλ. data structure)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
structure structures

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

structure (fr) θηλυκό