stufa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stufa < λατινική extufa

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stufa stufe

stufa (it)