substantial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός substantial
συγκριτικός more substantial
υπερθετικός most substantial

Επίθετο[επεξεργασία]

substantial (en)

  • ουσιαστικός, αξιοσημείωτος, σημαντικός
    words without substantial content - λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
    The difference is not substantial.
    Η διαφορά δεν είναι αξιοσημείωτη.
    a business of substantial proportions - επιχείρηση σημαντικών διαστάσεων

Πηγές[επεξεργασία]