substantial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | substantial |
συγκριτικός | more substantial |
υπερθετικός | most substantial |
Επίθετο[επεξεργασία]
substantial (en)
- ουσιαστικός, αξιοσημείωτος, σημαντικός
- ↪ words without substantial content - λόγια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
- ↪ The difference is not substantial.
- Η διαφορά δεν είναι αξιοσημείωτη.
- ↪ a business of substantial proportions - επιχείρηση σημαντικών διαστάσεων