sum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sum | sums |
sum (en)
- ένα χρηματικό ποσό
- ↪ The donor endowed the new foundation with a respectable sum.
- Ο δωρητής προίκισε το νέο ίδρυμα με ένα σεβαστό ποσό.
- ↪ The donor endowed the new foundation with a respectable sum.
- (μαθηματικά) το άθροισμα
- ↪ The sum of the numbers 3 and 4 is 7.
- Το άθροισμα των αριθμών 3 και 4 είναι 7.
- ↪ The sum of the numbers 3 and 4 is 7.
- (συνήθως ενικός) το άθροισμα, όλα από κάτι
- ↪ The sum of private interests does not always coincide with the national interest.
- Το άθροισμα των ιδιωτικών συμφερόντων δε συμπίπτει πάντα με το εθνικό συμφέρον.
- ↪ The sum of private interests does not always coincide with the national interest.
Ρήμα[επεξεργασία]
sum (en)
- → δείτε το phrasal verb sum up
Πηγές[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sum < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *h₁ésmi (είμαι). Συγγενή: (αρχαία ελληνική) εἰμί και (σανσκριτικά) अस्मि (ásmi)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sum (la)
Κλίση[επεξεργασία]
(sum, fui, /, esse)
|
Πηγές[επεξεργασία]
- sum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.