supplement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
supplement supplements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

supplement (en)

  • το συμπλήρωμα, κάτι που προστίθεται σε κάτι άλλο για να το βελτιώσει ή να το ολοκληρώσει
    nutrition supplements - συμπληρώματα διατροφής

Πηγές[επεξεργασία]