suture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

suture < λατινική sutura

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

suture (en)

  1. (ιατρική) ραφή, ράμμα



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
suture sutures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

suture (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) περίπαρση, ραφή, ράμμα, περιρραφή