symphony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
symphony | symphonies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
symphony (en)
- (μουσική) η συμφωνία
- ↪ The symphony orchestra doesn’t have guitars.
- Η συμφωνική ορχήστρα δεν έχει κιθάρες.
- ↪ The symphony orchestra doesn’t have guitars.
- αρμονία, ταίριασμα