tag

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tag tags

tag (en)

  1. ετικέτα
  2. (πληροφορική, HTML) ετικέτα, σε γλώσσα σήμανσης
    δείτε επίσης: HTML element στην αγγλική Βικιπαίδεια
  3. (προγραμματισμός) η επισημείωση σε μεταβλητές
ενεστώτας tag
γ΄ ενικό ενεστώτα tags
αόριστος tagged
παθητική μετοχή tagged
ενεργητική μετοχή tagging

tag (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • tag στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια