take to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | take to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | takes to |
αόριστος | took to |
παθητική μετοχή | taken to |
ενεργητική μετοχή | taking to |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]take to (en)
- (χωρίς παθητική φωνή) παίρνω κάποιον από καλό
- ↪ The children took to their new teacher.
- Τα παιδιά πήραν από καλό τον καινούργιο τους δάσκαλο.
- ↪ The children took to their new teacher.
Πηγές
[επεξεργασία]- take to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω