tall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
tall < (κληρονομημένο) μέση αγγλική talle
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | tall |
συγκριτικός | taller |
υπερθετικός | tallest |
tall (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tall | talls |
tall (en)
- (για άνθρωπο ή κτήριο) ψηλός
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tall (sv)