teaching

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
teaching teachings

teaching (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η διδασκαλία
    Teaching is difficult.
    Η διδασκαλία είναι δύσκολη.
  2. η εκπαίδευση
     συνώνυμα: education

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

teaching (en)

Πηγές[επεξεργασία]