tech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- tech < περικοπή του technology
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tech (en) (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο)
- η τεχνολογία
- ↪ This car is a perfect combination of advanced tech and low pricing.
- Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.
- ↪ This car is a perfect combination of advanced tech and low pricing.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- tech < περικοπή του technician
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tech | techs |
- ο τεχνικός
- ↪ a TV tech - τεχνικός τηλεοράσεων