tecnico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tecnico < λατινική technĭcus < αρχαία ελληνική τεχνικός παράγωγο του τέχνη
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tecnico | tecnici |
θηλυκό | tecnica | tecnice |
tecnico (it)
- ο τεχνικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tecnico | tecnici |
tecnico (it)
- η τεχνική