tedesco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | tedesco | tedeschi |
θηλυκό | tedesca | tedesche |
Επίθετο[επεξεργασία]
tedesco (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tedesco (it)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | tedesco | tedeschi |
θηλυκό | tedesca | tedesche |
tedesco (it)
tedesco (it)