teint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɛ̃/
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

ομόηχα:

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
teint teints

teint (fr) αρσενικό