tenant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tenant tenants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tenant (en)

  1. ο νοικάρης, ο ενοικιαστής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη renter
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό tenant tenants
θηλυκό tenante tenantes

Επίθετο

[επεξεργασία]

tenant (fr)