themselves
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
themselves (en) (γ' προσώπο, αυτοπάθεια του they)
- στον πληθυντικό
- (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό τους
- ↪ They wanted to help themselves.
- Θέλησαν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.
- ↪ They wanted to help themselves.
- (εμφατικό) οι ίδιοι
- ↪ Did they tell that to you themselves?
- Αυτό σου το είπαν οι ίδιοι;
- ↪ Did they tell that to you themselves?
- (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό τους
- στον ενικό
- (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό του
- ↪ Anyone can buy it for themselves.
- Ο καθένας μπορεί να το αγοράσει για τον εαυτό του.
- ↪ Anyone can buy it for themselves.
- (εμφατικό) ο ίδιος
- ↪ Did they tell you themselves?
- Σου το είπε ο ίδιος;
- ↪ Did they tell you themselves?
- (αυτοπαθής αντωνυμία) τον εαυτό του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 255. ISBN 9780194325684., λήμμα: εαυτός