thesaurus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
thesaurus thesauruses / thesaursi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thesaurus (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • thesaurus στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thesaurus (la)

(Χρειάζεται επεξεργασία)