thin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός thin
συγκριτικός thinner
υπερθετικός thinnest

Επίθετο[επεξεργασία]

thin (en)

  1. λεπτός, ψιλός
  2. ισχνός, αδύνατος, κοκαλιάρης
  3. αραιός, υδαρής, ρευστός, λεπτόρρευστος
  4. ανίσχυρος, άτονος, πενιχρός, φτωχός