thing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
thing | things |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thing (en)
- το πράγμα, ένα γεγονός, μια κατάσταση ή μια πράξη
- ↪ The same thing has happened twice already.
- Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί δυο φορές ήδη.
- ↪ The same thing has happened twice already.
- αυτά που λέει ή σκέφτεται κάποιος
- ↪ She was always saying the best things about you.
- Έλεγε πάντα τα καλύτερα λόγια για σένα.
- ↪ She was always saying the best things about you.
- (στον πληθυντικό) τα πράγματα που ανήκουν σε κάποιον
- πρόβλημα, δίλημμα