toxique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

toxique < λατινική toxicus < toxicum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɔ.ksik/

Επίθετο

[επεξεργασία]

toxique (fr)

  1. τοξικός
  2. επιβλαβής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
toxique toxiques

toxique (fr) αρσενικό

  1. η τοξική ουσία