traitement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tʁɛt.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

traitement (fr) αρσενικό

  1. η θεραπεία, ιατρική φροντίδα
  2. η επεξεργασία
  3. η μεταχείριση, η αντιμετώπιση
    traitement spécial- ειδική μεταχείριση
  4. ο ψεκασμός
  5. ο μισθός
  6. η διεκπεραίωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη traiter