transitoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
transitoire transitoires

Επίθετο[επεξεργασία]

transitoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό