transitoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transitoire | transitoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
transitoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
transitoire | transitoires |
transitoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό