transplantation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
transplantation (en)
- η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
- η μεταφύτευση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transplantation < transplanter
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transplantation | transplantations |
transplantation (fr) θηλυκό
- η μεταφύτευση
- η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
- (μεταφορικά) η μετοίκηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη transplanter