transplantation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

transplantation (en)

  1. η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
  2. η μεταφύτευση


Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

transplantation < transplanter

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
transplantation transplantations

transplantation (fr) θηλυκό

  1. η μεταφύτευση
  2. η μεταμόσχευση (οργάνου του σώματος)
  3. (μεταφορικά) η μετοίκηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  transplanter