treasure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
treasure | treasures |
treasure (en)
- ο θησαυρός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]treasure (en)
ενικός | πληθυντικός |
treasure | treasures |
treasure (en)
treasure (en)