tronc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tronc troncs

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tronc < λατινική truncus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tronc (fr)