turn around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | turn around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns around |
αόριστος | turned around |
παθητική μετοχή | turned around |
ενεργητική μετοχή | turning around |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
turn around (en)
- γυρίζω, γυρίζω απότομα, στρέφομαι απότομα, αλλάζω θέση ή κατεύθυνση μου για να κοιτάξω το αντίθετο ή κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
- ↪ Turn around and look at me!
- Γύρισε και κοίταξέ με!
- ↪ He turned around and walked off.
- Γύρισε απότομα κι έφυγε.
- ↪ He turned around to face me.
- Στράφηκε απότομα να με αντιμετωπίσει.
- ↪ Turn around and look at me!
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- turn round (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
Πηγές[επεξεργασία]
- turn around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203, 825. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, στρέφω