turn off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | turn off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns off |
αόριστος | turned off |
παθητική μετοχή | turned off |
ενεργητική μετοχή | turning off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
turn off (en)
- (χωρίς παθητική φωνή) στρίβω, αφήνω έναν δρόμο για να ταξιδέψω σε άλλον
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω, κλείνω, διακόπτω τη ροή του ηλεκτρισμού, του φυσικού αερίου, του νερού κλπ με διακόπτη, κουμπί κτλ.
- ↪ We are turning off the lights.
- Σβήνουμε τα φώτα.
- ↪ Will you turn off the TV?
- Θα κλείσεις την τηλεόραση;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off
- ≠ αντώνυμα: turn on
- ↪ We are turning off the lights.
Πηγές[επεξεργασία]
- turn off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 781, 825-826. ISBN 9780194325684., λήμμα: σβήνω, στρίβω