twenties

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

twenties (en)

  • (μόνο στον πληθυντικό) τα είκοσί του χρόνια, μεταξύ 20 και 29 ετών
    She married in her twenties.
    Παντρεύτηκε στα είκοσί της χρόνια.
    In his twenties he was a soldier.
    Στα είκοσί του πήγε φαντάρος.

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

twenties (en)