typo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
typo typos

Ετυμολογία [επεξεργασία]

typo < περικοπή του typographical error (τυπογραφικό λάθος), ή typographer (τυπογράφος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

typo (en)

  1. το τυπογραφικό λάθος
  2. ο στοιχειοθέτης
     συνώνυμα: compositor, typographer