unabridged

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unabridged < un- + abridged. Η σημασία για 'βιβλίο με περικοπές' από τον 19ο αιώνα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʌnəˈbrɪdʒd/

Επίθετο

[επεξεργασία]

unabridged (en) (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. unabridged - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)