vaslet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | vaslez | vaslet |
cas régime | vaslet | vaslez |
vaslet
- νεαρός που ετοιμάζεται να γίνει ιππότης
- (γενικότερα) ο νεαρός
- όνομα με το οποίο προσφωνεί κανείς έναν νεαρό
Επίθετο[επεξεργασία]
vaslet